- επιλέγω
- (AM ἐπιλέγω)1. διαλέγω, εκλέγω, ξεχωρίζω (α. «επέλεξα τους καλύτερους» β. «Παῡλος ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε», ΚΔ)2. παθ. επονομάζομαι, επικαλούμαι («Ἰησοῡς ὁ ἐπιλεγόμενος Χριστός»)νεοελλ.λέω τον επίλογοαρχ.-μσν.1. λέω επί πλέον ή μετά από άλλο2. επαναλαμβάνωμσν.ορίζω, καθορίζωαρχ.1. καλώ με το όνομα, επονομάζω («πολλοὺς Ἀθηναίων, τοὺς ἐναγέας ἐπιλέγων», Ηρόδ.)2. απαγγέλλω μαγική φράση ή κατάρα3. αποδίδω σε κάποιον κάτι («τούτοις ἐπιλέγειν μὴ μόνον τὸ καλὸν ἀλλὰ και τὸ χρήσιμον», Αριστοτ.)4. μιλώ εναντίον κάποιου5. μέσ. ἐπιλέγομαια) σκέπτομαι, στοχάζομαι («ταῡτα ἐπιλεγομένῳ Κροίσῳ», Ηρόδ.)β) διαβάζω ώς το τέλοςγ) διηγούμαι («τὴν αἰσχύνην καὶ τὸν κίνδυνον ἐπιλεγόμενος», Διον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.